- λάξευσις
- λάξ-ευσις, εως, ἡ,A cutting of stone, Sch.Theoc.6.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λάξευσις — cutting of stone fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάξευση — η (Α λάξευσις) [λαξεύω] η ενέργεια τού λαξεύω … Dictionary of Greek
υπολάξευσις — εύσεως, ἡ, Α η αποκάτω λάξευση («ἡ τῶν λίθων τοῡ τείχους ὑπολάξευσις», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λάξευσις (< λαξεύω)] … Dictionary of Greek